ονειδίζω

ονειδίζω
μετ.
1) упрекать; бранить; оскорблять; 2) издеваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ονειδίζω" в других словарях:

  • ὀνειδίζω — cast in pres subj act 1st sg ὀνειδίζω cast in pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονειδίζω — ονειδίζω, ονείδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ονειδίζω — (ΑΜ ὀνειδίζω) [όνειδος] 1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω 2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῑς ἀδικοῡσιν», Λυσ.) 3. περιπαίζω, χλευάζω 4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω …   Dictionary of Greek

  • ονειδίζω — ονείδισα, ονειδίστηκα, ονειδισμένος, κακολογώ, κατηγορώ, ψέγω, περιπαίζω, κοροϊδεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνειδίζετον — ὀνειδίζω cast in pres imperat act 2nd dual ὀνειδίζω cast in pres ind act 3rd dual ὀνειδίζω cast in pres ind act 2nd dual ὀνειδίζω cast in imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνειδίσθην — ὀνειδίζω cast in plup ind mp 3rd dual ὀνειδίζω cast in aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὀνειδίζω cast in aor ind pass 1st sg ὀνειδίζω cast in plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειδίζεσθε — ὀνειδίζω cast in pres imperat mp 2nd pl ὀνειδίζω cast in pres ind mp 2nd pl ὀνειδίζω cast in imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειδίζετε — ὀνειδίζω cast in pres imperat act 2nd pl ὀνειδίζω cast in pres ind act 2nd pl ὀνειδίζω cast in imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειδίζῃ — ὀνειδίζω cast in pres subj mp 2nd sg ὀνειδίζω cast in pres ind mp 2nd sg ὀνειδίζω cast in pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειδίσει — ὀνειδίζω cast in aor subj act 3rd sg (epic) ὀνειδίζω cast in fut ind mid 2nd sg ὀνειδίζω cast in fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειδίσουσι — ὀνειδίζω cast in aor subj act 3rd pl (epic) ὀνειδίζω cast in fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀνειδίζω cast in fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»